-
1 себестоимость
-
2 себестоимость
себестоимостьж τό κόστος τής παραγωγής. -
3 себестоимость
[σιμπιστόιμαστ"] ουσ. θ. το κόστος της παραγωγής -
4 себестоимость
[σιμπιστόιμαστ"] ουσ θ το κόστος της παραγωγής -
5 себестоимость
-и θ.το κόστος παραγωγής•снижение -и продукции μείωση του κόστους των προϊόντων ή της παραγωγής.
-
6 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
-
7 продукция
1. (отдельные продукты производства) τα προϊόντ/α (πλ)· * выпускать - ю на рынок βγάζω - στην αγοράимпортная - εισαγόμενα/ξένα -печатная - полигр. τυπογραφικά -2. (совокупность продуктов, производимых кем-л. в определённый промежуток времени) η πα-ραγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продукция
-
8 снижать
сниж||а́тьнесов1. χαμηλώνω, κατεβάζω:\снижать самолет κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό ἀεροπλάνο·2. (уменьшать) ἐλαττώνω, μειώνω:\снижать себестоимость про-ду́кции μειώνω (или ἐλαττώνω) τό κόστος τής παραγωγής· \снижать цены μειώνω (или ἐλαττώνω) τίς τιμές·3. (по службе) ὑποβιβάζω· ◊ \снижать тон χαμηλώνω τόν τόνο.